Η αιμορροφιλία κληρονομείται και αφορά 1 στα 10.000 αγόρια που γεννιούνται (ισχύοντα στοιχεία για την αιμορροφιλία Α, η συχνότητα της αιμορροφιλίας Β υπολογίζεται στο 1:50.000 γεννήσεις), ενώ σπανιότερα μπορεί να προκύψει αυτόματα από μετάλλαξη του υπεύθυνου γονιδίου σε άτομο χωρίς οικογενειακό ιστορικό.
Όταν ο πατέρας πάσχει από αιμορροφιλία, ενώ η μητέρα όχι, τότε κανένας γιος αυτής της οικογένειας δεν θα πάσχει, την ίδια στιγμή που όλες οι κόρες θα είναι φορείς της νόσου. Φορείς της νόσου θεωρούνται οι γυναίκες που έχουν το γονίδιο της αιμορροφιλίας και μπορούν να το μεταφέρουν στα παιδιά τους. Όταν λοιπόν η μητέρα είναι φορέας της νόσου και ο πατέρας υγιής, τότε υπάρχει 50% πιθανότητα για κάθε γιο να πάσχει από αιμορροφιλία, καθώς και 50% πιθανότητα για κάθε κόρη να είναι φορέας της νόσου.